- μοιασίδι
- το-ιού, η ομοιότητα, το μοιάσιμο: Τα μοιασίδια στη συμπεριφορά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μοιασίδι — το 1. χαρακτηριστικό σημείο στο οποίο μοιάζουν δύο πρόσωπα ή δύο πράγματα («τα μοιασίδια τού προσώπου») 2. ομοιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. μοιασ ίδι < θ. μοιάσ τού μοιάζω + κατάλ. ίδι (πρβλ. βρισ ίδι] … Dictionary of Greek
μοιάσιμο — το, ατος η ομοιότητα, το μοιασίδι: Το μοιάσιμο ανάμεσα σε όλα τα αδέρφια είναι εντυπωσιακό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)